Η εξαφάνιση του χρέους

Η Ευρωζώνη έχει στη διάθεση της δύο μόνο λύσεις: αφενός μεν τη διαγραφή δημοσίων και ιδιωτικών χρεών, αφετέρου την πληθωριστική μείωση τους – το «μονεταρισμό» τους μέσω της ΕΚΤ που, εάν υιοθετηθεί, δεν θα διακινδυνεύσει το ευρώ

«Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι καταπολέμησης της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης, με βάση τις νομικές και οικονομικές δυνατότητες, οι οποίες προσφέρονται από την ιδιαίτερη λειτουργία μίας κεντρικής τράπεζας.

Αναλυτικότερα η ΕΚΤ, με κριτήριο την πρόσφατη αγορά ομολόγων του δημοσίου ορισμένων ελλειμματικών οικονομιών της Ευρωζώνης, έχει αναδειχθεί στο μεγαλύτερο πιστωτή τους – ενώ από τη θέση της έχει τη δυνατότητα να καθορίσει αυτή τον τρόπο, με τον οποίο οι συγκεκριμένες χώρες θα εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι της.

Για παράδειγμα, δεν υπάρχει κανένα «νομικό κώλυμα», το οποίο να απαγορεύει στην ΕΚΤ να εγκρίνει στην Ελλάδα έναν βιώσιμο τρόπο αποπληρωμής των χρεών της – των ομολόγων δηλαδή που η χώρα μας έχει εκδώσει στο παρελθόν και τα οποία η ΕΚΤ θα μπορούσε να εξαγοράσει σταδιακά, εγγράφοντας τα στον ισολογισμό της (με την ονομαστική τους αξία ή με οποιαδήποτε άλλη).

Περαιτέρω, η ΕΚΤ δεν έχει κανένα λόγο να διαγράψει χρέη της Ελλάδας, όπως τα ομόλογα που έχει ήδη στην κατοχή της, αφού μπορεί να παγώσει άτοκα την αποπληρωμή τους – μέχρι εκείνη τη στιγμή που η Ελλάδα θα είναι σε θέση να πληρώνει, από τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού της.

Εκτός αυτού, ακόμη και αν η πατρίδα μας δεν θα μπορούσε ποτέ να πληρώσει τα χρέη της, η ΕΚΤ δεν θα είχε καμία υποχρέωση να εγγράψει ανάλογες ζημίες στον ισολογισμό της  – αφού έχει τη δυνατότητα να κρατήσει αιώνια τα ομόλογα, με οποιαδήποτε αξία αποφασίσει η ίδια.

Το γεγονός αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο – αφού το έχει εφαρμόσει με επιτυχία η βρετανική κεντρική τράπεζα το 1914, καθώς επίσης η ιαπωνική το 1946. Επομένως θα μπορούσε να το εφαρμόσει και η ΕΚΤ – εάν δεν υπήρχε η αντίθετη θέση της Γερμανίας, με στόχο την επίτευξη των δικών της, επεκτατικών σχεδίων.   

Η ΕΚΤ θα είχε τη δυνατότητα επίσης, με κάποια αλλαγή του καταστατικού της, να αγοράσει μία προκαθορισμένη ποσότητα των χρεών (ομολόγων) των άλλων κρατών-μελών της Ευρωζώνης – «αποθηκεύοντας» τα στους Ισολογισμούς της και «παγώνοντας» τα.

Σε τελική ανάλυση, θα μπορούσε να μειώσει σταδιακά τα χρέη των χωρών της νομισματικής ένωσης, στα επίπεδα που ορίζει η συμφωνία του Μάαστριχτ – με αποτέλεσμα να υπάρχει ανάγκη χρηματοδότησης των χρεών από τις αγορές, μόνο για τα συγκεκριμένα ποσά που δεν θα υπερέβαιναν το 60% του ΑΕΠ της εκάστοτε χώρας.

Ουσιαστικά λοιπόν, από τα δημόσια χρέη των χωρών της Ευρωζώνης, οι αγορές θα αφαιρούσαν «νοητικά» τα ομόλογα τους, τα οποία θα κατείχε η ΕΚΤ – αφού δεν θα υπήρχε υποχρέωση άμεσης πληρωμής τους, ενώ δεν θα επιβαρύνονταν με τόκους » (άρθρο).

Η οικονομική επιστήμη προσφέρει πάντοτε λύσεις, όσον αφορά την επίλυση των διαφόρων προβλημάτων που εμφανίζονται, ως αποτέλεσμα δυσμενών εξελίξεων – όπως στο πρόσφατο της υπερχρέωσης της Δύσης. Οι δυσκολίες δεν προέρχονται ουσιαστικά από την έλλειψη μεθόδων επίλυσης, αλλά από τη σύγκρουση συμφερόντων – με την έννοια πως πάντα υπάρχουν κερδισμένες και χαμένες κοινωνικές ομάδες ή χώρες, με τις τελευταίες να αντιδρούν όταν απειλούνται τα δικά τους συμφέροντα.

Αναλυτικότερα, η λύση του προβλήματος της υπερχρέωσης της Δύσης, τόσο της Ευρωζώνης, όσο και της Ιαπωνίας, καθώς επίσης των Η.Π.Α., δεν είναι άλλη από το «μονεταρισμό» του χρέους – τον οποίο πρότεινε πρόσφατα ακόμη και ο πρώην επικεφαλής της βρετανικής εποπτείας του τραπεζικού συστήματος της χώρας του (A. Turner), όπως έχουμε κάνει και εμείς στο παρελθόν, το 2012, με την ανάλυση μας «ΕΚΤ, η λύση των λύσεων».

Απέναντι στη συγκεκριμένη λύση όμως, η οποία εφαρμόζεται εν μέρει από τις Η.Π.Α., κυρίως όμως από την Ιαπωνία, αντιτίθεται κυρίως η Γερμανία. Δεν μπορεί βέβαια κανείς να την κατηγορήσει, επειδή η δομή της οικονομίας της είναι τέτοια που θα κατατασσόταν στους χαμένους της εφαρμογής της συγκεκριμένης μεθόδου – οι οποίοι δεν θα ήταν άλλοι από τους ιδιώτες και τα κράτη που διατηρούν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους σε μετρητά (εισοδηματίες κλπ.), όπως συμβαίνει με τη Γερμανία.

Εν τούτοις αποτελεί την απόλυτη μειοψηφία – οπότε θα έπρεπε να συμβιβαστεί, αφού τυχόν κατάρρευση του συστήματος θα ήταν καταστροφική όχι μόνο για τα περισσότερα από τα υπόλοιπα κράτη, αλλά και για την ίδια.

Πόσο μάλλον όταν έχουμε φτάσει σε μία εποχή, κατά την οποία τα χρήματα δεν παράγουν πλέον πλούτο (ανάπτυξη), λόγω του ότι τα χρέη έχουν ξεπεράσει τα όρια (γράφημα). Υπενθυμίζουμε εδώ πως πριν από την κρίση, με εξαίρεση ορισμένες χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, το πρόβλημα ήταν η υπερβολική αύξηση των ιδιωτικών χρεών και ειδικά των τραπεζών – οι οποίες στη συνέχεια διασώθηκαν από τα κράτη, αυξάνοντας όμως τα δικά τους χρέη.

ΗΠΑ – η μειωμένη «απόδοση» της χρήσης χρέους με σκοπό την ανάπτυξη

ΗΠΑ – η μειωμένη «απόδοση» της χρήσης χρέους με σκοπό την ανάπτυξη.

Στο διάγραμμα φαίνεται πως για κάθε δολάριο επιπλέον χρέους, ο αντίκτυπος στον δείκτη ανάπτυξης συνεχώς μειώνεται.Συνεχίζοντας, το σύνολο των δημοσίων και ιδιωτικών χρεών σήμερα είναι τόσο υψηλό, ώστε δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνο με την αύξηση του πραγματικού ρυθμού ανάπτυξης – η οποία, ακριβώς λόγω αυτών των χρεών, δεν είναι πλέον εφικτή, όπως φαίνεται και από το προηγούμενο γράφημα.

Βέβαια ορισμένοι θεωρούν πως είναι δυνατόν να επιτευχθεί το αντίθετο – χρησιμοποιώντας συνήθως το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, η οποία «εξήλθε» από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο με δημόσιο χρέος της τάξης του 240% του ΑΕΠ της, καταφέρνοντας να το μειώσει στο 50% το 1970. Η χώρα μπόρεσε όμως να το πετύχει, επειδή για 25 ολόκληρα χρόνια παρουσίασε μία ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ της κατά 8% ετήσια – περίπου 3% σε πραγματικά μεγέθη (αφαιρουμένου του πληθωρισμού), λόγω της δημογραφικής της εξέλιξης, καθώς επίσης της συνεχώς αυξανόμενης παραγωγικότητας της.

Ουσιαστικά κατάφερε να ελέγξει τόσο «στενά» το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, ώστε να επιτυγχάνει έναν ετήσιο πληθωρισμό της τάξης του 5%, με βασικά επιτόκια που κυμαίνονταν μεταξύ 3% και 4% – με αποτέλεσμα να μειωθούν πληθωριστικά τα χρέη της. Τα υπόλοιπα κράτη τώρα, τα οποία εξήλθαν με μεγάλα χρέη από το 2ο παγκόσμιο πόλεμο,κατάφεραν να επιλύσουν τα προβλήματα τους είτε με τη βοήθεια του υπερπληθωρισμού, είτε με διαγραφές, οι οποίες τους επιτράπηκαν από τους δανειστές τους (όπως η Γερμανία), είτε με τη χρηματοπιστωτική καταστολή (άρθρο).

Σήμερα όμως, οι ώριμες δυτικές οικονομίες έχουν ένα τόσο υψηλό τεχνολογικό και λοιπό επίπεδο, το οποίο δεν επιτρέπει πραγματική ανάπτυξη μεγαλύτερη του 2% – με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καταπολεμηθεί η κρίση με το συγκεκριμένο τρόπο. Πόσο μάλλον όταν οι κίνδυνοι να «εκτροχιαστούν» από το «παράδοξο του Minsky» είναι πλέον τεράστιοι.

Επομένως, οι λύσεις που έχουν στη διάθεση τους είναι είτε οι μαζικές διαγραφές χρεών, όπου ακολουθούν ευρείες αναδιαρθρώσεις (για παράδειγμα, υποχρεώσεις που μέχρι σήμερα είναι 100 να περιορίζονται στο 60, με ονομαστική ή με πραγματική διαγραφή – επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής με χαμηλότερα επιτόκια), είτε ο μονεταρισμός των χρεών.

Η διαδικασία του μονεταρισμού των χρεών

Σε γενικές γραμμές αντικαθιστά ένα κράτος τα ομόλογα του, τα οποία ανήκουν στην κεντρική του τράπεζα, με μία νέα μορφή χρεών – τα οποία δεν λήγουν ποτέ, ενώ δεν επιβαρύνονται καθόλου με τόκο. Στο παράδειγμα της Ιαπωνίας, το δημόσιο χρέος της οποίας πλησιάζει στο 250% του ΑΕΠ της, εάν ενεργούσε κανείς με το συγκεκριμένο τρόπο, η κεντρική της τράπεζα θα διατηρούσε το ενεργητικό της ως έχει, αλλά δεν θα εξοφλούσε ποτέ τα χρέη της, ενώ δεν θα τα πλήρωνε καθόλου τόκους – θα παρέμεναν λοιπόν τα χρέη της παγωμένα στον Ισολογισμό της.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε εδώ ότι, τα χάρτινα χρήματα είναι μία «αέναη», μη ληξιπρόθεσμη  μορφή κρατικών χρεών – με την έννοια πως όταν τα δημόσια χρέη δεν έχουν ημερομηνία λήξης και δεν επιβαρύνονται με τόκους, τότε μετατρέπονται σε χρήματα, οπότε αναφερόμαστε σε «μονεταρισμό των χρεών».

Θα μπορούσε λοιπόν η συγκεκριμένη διαδικασία να θεωρηθεί «πανάκεια» – εάν δεν είχε ορισμένα μειονεκτήματα. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, κατά τον εμφύλιο πόλεμο, πλήρωσε ένα μεγάλο μέρος των πολεμικών δαπανών της με την εκτύπωση χαρτονομισμάτων – με αποτέλεσμα να προκληθεί σημαντικός πληθωρισμός, ο οποίος όμως δεν εξελίχθηκε σε έναν καταστροφικό υπερπληθωρισμό. Αυτή ήταν η βασική αιτία, λόγω της οποίας ακολούθησε η μεγάλη και γρήγορη ανάπτυξη της οικονομίας των Βορείων Πολιτειών, κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου.

Την ίδια χρονική περίοδο είχαν κάνει το ίδιο και οι συνασπισμένες Πολιτείες του Νότου – σε μία κατά πολύ μεγαλύτερη έκταση όμως, με αποτέλεσμα να εκτοξευθεί ο πληθωρισμός στο 100%, καταστρέφοντας την οικονομία τους.

Με απλά λόγια, ο «μονεταρισμός» δημιουργεί ονομαστική ζήτηση, η οποία δεν είναι εις βάρος του κράτους – αρκεί να διατηρηθεί σε ελεγχόμενα επίπεδα. Ακόμη και ο M. Friedman δε είχε γράψει το 1948 ότι, είναι λογικό να «παράγει» η κυβέρνηση κάθε χρόνο ένα μικρό έλλειμμα, της τάξης του 1-2%, το οποίο να πληρώνεται με «κεντρικά χρήματα» – πως είναι καλύτερο δηλαδή να χρηματοδοτεί το μικρό αυτό έλλειμμα τυπώνοντας χρήματα, αντί να δανείζεται με τόκο και με υποχρέωση εξόφλησης.

Συνεχίζοντας, ένα από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα μονεταρισμού των χρεών στην ανθρώπινη ιστορία είναι αυτό της Ιαπωνίας, μεταξύ των ετών 1931 και 1936 – όπου ο τότε υπουργός οικονομικών της χώρας χρησιμοποίησε τα χρηματοδοτούμενα από την κεντρική του τράπεζα χρήματα, για να οδηγήσει τη χώρα του στην έξοδο από την ύφεση. Οι προσπάθειες του δε στέφθηκαν με επιτυχία, αφού η Ιαπωνία κατάφερε να επιστρέψει σε πορεία ανάπτυξης μετά τη Μεγάλη Ύφεση πολύ πιο γρήγορα, συγκριτικά με τις περισσότερες άλλες χώρες.

Σήμερα, τα χρηματοδοτούμενα με τυπωμένα χρήματα κρατικά ελλείμματα, θεωρούνται απαγορευμένος καρπός – «ταμπού». Αυτό οφείλεται στο ότι επικρατεί ο φόβος, σύμφωνα με τον οποίο εάν αρχίσει κανείς να το κάνει, θα συνεχίσει με διαρκώς υψηλότερα ποσά – οπότε θα προκαλούταν υπερπληθωρισμός, όπως συνέβη με τη δημοκρατία της Βαϊμάρης.

Ουσιαστικά πρόκειται για ένα φάρμακο, το οποίο θεραπεύει την οικονομική ασθένεια (ύφεση, υπερχρέωση), εάν χρησιμοποιηθεί σε μικρές ποσότητες – είναι όμως θανατηφόρο σε μεγάλες. Ακριβώς για το λόγο αυτό, παρά το ότι όλοι γνωρίζουν (η Γερμανία επίσης) ότι, τεχνητά είναι εφικτός ο μονεταρισμός του χρέους, ενώ θα βοηθούσε σίγουρα στην επίλυση της κρίσης χρέους, θεωρούν πως είναι ένα τόσο επικίνδυνο φάρμακο, ώστε είναι καλύτερα να μην επιδιωχθεί καθόλου η χρήση του.

Όμως, το να επιτρέπει κανείς σε μία θανατηφόρα αρρώστια να εξελίσσεται, επιβραδύνοντας απλά το μοιραίο, επειδή φοβάται το ισχυρό φάρμακο που πιθανότατα θα την θεραπεύσει, δεν είναι καθόλου λογικό – πόσο μάλλον όταν το πρόβλημα δεν είναι άλλο, από την ελεγχόμενη δόση του φαρμάκου, η οποία είναι εφικτή με τα «εργαλεία» που διαθέτουμε σήμερα. Άλλωστε την εφαρμόζει ήδη με επιτυχία η Μ. Βρετανία, παρά το τεράστιο συνολικό χρέος της – έχοντας καταπολεμήσει την ανεργία και επιτυγχάνοντας βιώσιμη ανάπτυξη, παρά τις αναπόφευκτες παρενέργειες (φούσκα ακινήτων).

Το ιαπωνικό πείραμα σήμερα

Η Ιαπωνία προσπαθεί σήμερα να λύσει το πρόβλημα της μονεταριστικά, είτε το θέλει είτε όχι – αφού είναι αδύνατον να εξοφλήσει ποτέ τα τεράστια χρέη που έχει συσσωρεύσει, μετά από τόσα χρόνια αποπληθωρισμού. Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνονται τα συνολικά χρέη ορισμένων χωρών το 2010, χωρίς τον τραπεζικό τομέα, ανά κατηγορία (κράτος, επιχειρήσεις και νοικοκυριά – πηγή: BIS).

Κόσμος, δημόσιο χρέος - τα συνολικά χρέη ορισμένων χωρών το 2010, χωρίς τον τραπεζικό τομέα.

Περαιτέρω το γεγονός ότι, η κεντρική τράπεζα μπορεί να λειτουργήσει μονεταριστικά,  γίνεται κατανοητό όλο και από περισσότερους σήμερα – οι οποίοι προσμετρούν πλέον το ιαπωνικό χρέος χωρίς εκείνο το μέρος του, το οποίο κατέχεται από την κεντρική τράπεζα της χώρας.

Φυσικά το πείραμα που υποχρεωτικά εκτελεί η Ιαπωνία, μη έχοντας εναλλακτική λύση, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο – αφού το σύνολο των χρεών της είναι τόσο μεγάλο, ώστε να μπορεί ένας λανθασμένος χειρισμός να αποσταθεροποιήσει εντελώς την οικονομία της. Εν τούτοις, μέχρι σήμερα ο αριθμός αυτών που δανείζουν την υπερχρεωμένη κυβέρνηση της χώρας, με μηδενικό σχεδόν επιτόκιο, δεν έχει μειωθεί καθόλου – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα συμβεί το αντίθετο στο μέλλον.

Ειδικότερα, εάν κάποια στιγμή οι δανειστές της χώρας, οι οποίοι ουσιαστικά είναι σε ποσοστό που υπερβαίνει το 90% οι ίδιοι οι Πολίτες της κατανοήσουν ότι, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να χρηματοδοτείται με κεντρικά χρήματα (τυπωμένα) και όχι με δάνεια, τότε θα μπορούσε να προκληθεί ένας πολύ μεγαλύτερος πληθωρισμός, από αυτόν που επιθυμεί η Τράπεζα της Ιαπωνίας.

Αμέσως μετά θα ακολουθούσε ένας καταστροφικός καθοδικός σπειροειδής κύκλος, κατά τον οποίο ο πληθωρισμός θα οδηγούσε στην υποτίμηση του γεν, η οποία θα πυροδοτούσε έναν ακόμη μεγαλύτερο πληθωρισμό κοκ. Το αμέσως επόμενο επακόλουθο θα ήταν οι αυξημένες αποδόσεις των ομολόγων της – όπου το κράτος θα υποχρεωνόταν να επιβαρυνθεί με πολύ υψηλότερα επιτόκια για εκείνο το μέρος των χρεών του, τα οποία δεν χρηματοδοτούνταν από την κεντρική του τράπεζα.

Υπάρχουν φυσικά τρόποι για να εξισορροπήσει κανείς τις πληθωριστικές αυτές επιδράσεις. Απλούστατα, όταν η κεντρική τράπεζα αγοράζει ομόλογα του δημοσίου, τότε δημιουργούνται καινούργιες ρεζέρβες των εμπορικών τραπεζών στην κεντρική. Οι ρεζέρβες αυτές δεν χρησιμοποιούνται ακόμη από τις εμπορικές τράπεζες για την παροχή νέων δανείων, όπως επιτρέπεται από τις υποχρεώσεις τους για ελάχιστα αποθεματικά.

Εάν λοιπόν ήθελε να εμποδίσει η κυβέρνηση τις εμπορικές τράπεζες να αυξήσουν την ποσότητα χρήματος με την παροχή νέων δανείων, θα είχε τη δυνατότητα να αυξήσει τα ελάχιστα αποθεματικά που απαιτούνται – οπότε να εμποδίσει την υπερβολική αύξηση του πληθωρισμού, όταν τα «κίνητρα δανεισμού» είναι πολύ μεγάλα.

Η Ευρωζώνη

Η Ευρωζώνη θα μπορούσε προφανώς να επιδιώξει το μονεταρισμό των χρεών της, με πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες επιτυχίας, συγκριτικά με την Ιαπωνία – επειδή τα χρέη των χωρών της είναι σημαντικά χαμηλότερα. Εν τούτοις, δεν πρόκειται για ένα αμιγές κράτος, όπως η Ιαπωνία, οπότε πολύ δύσκολα θα συμφωνούσαν όλες οι χώρες.

Για παράδειγμα, τυχόν μονεταρισμός των χρεών θα βοηθούσε κυρίως χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα – ενώ θα επιβάρυνε άλλες, όπως τη Γερμανία, οι οποίες, ενοχοποιώντας για το πρόβλημα του χρέους το Νότο (εν μέρει άδικα, αφού η ίδια συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό), δεν θέλουν να πληρώσουν οι ίδιες.

Βέβαια, η ΕΚΤ έχει ήδη ανακοινώσει πως θα ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο – ο οποίος είναι δυνατόν να επιταχυνθεί ακόμη περισσότερο, με άλλες μεθόδους. Για παράδειγμα, η ευρωπαϊκή τράπεζα επενδύσεων έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει μαζικά δημόσια έργα σε ολόκληρη τη νομισματική ένωση, έτσι ώστε να αυξηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης και ο πληθωρισμός – εκδίδοντας ομόλογα, τα οποία θα αγόραζε η ΕΚΤ, με μηδενικό επιτόκιο και χωρίς ημερομηνία λήξης.

Εάν δεν το κάνει, τότε είναι αδύνατον χώρες, όπως η Ιταλία, να μην χρεοκοπήσουν – αφού για να διατηρήσει σταθερό το δημόσιο χρέος της η Ιταλία (πλησιάζει στο 140% του ΑΕΠ της), χρειάζεται ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 4% του ΑΕΠ της – λόγω  του πολύ χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης, καθώς επίσης του μειωμένου πληθωρισμού. Η κυβέρνηση της θα μπορούσε να το επιδιώξει και ίσως να το πετύχει – κάτι που όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο, από πολιτικής πλευράς, αφού αργά ή γρήγορα θα εξεγείρονταν οι Πολίτες της.

Συνεχίζοντας, τη στιγμή που οι αγορές θα συνειδητοποιήσουν ότι, η Ιταλία δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τα χρέη της, τα επιτόκια δανεισμού της θα εκτοξευθούν στα ύψη – οπότε, εάν η ΕΚΤ δεν επιχειρήσει το μονεταρισμό των χρεών, η Ιταλία θα πρέπει είτε να διαγράψει ένα μεγάλο μέρος τους, είτε να εγκαταλείψει το ευρώ (μετατρέποντας τα χρέη της σε λιρέτες και υποτιμώντας το νόμισμα, για να τα εξυπηρετήσει). Τόσο η μία εναλλακτική της λύση όμως, όσο και η άλλη, θα διέλυαν την Ευρωζώνη – οπότε ο μονεταρισμός είναι μονόδρομος.

Περαιτέρω, η ΕΚΤ προσπαθεί να υποκινήσει τις εμπορικές τράπεζες να αυξήσουν το δανεισμό τους προς την πραγματική οικονομία, έτσι ώστε να δημιουργηθεί πληθωρισμός και να καταπολεμηθούν τα χρέη (ανάλυση). Κάτι τέτοιο μοιάζει όμως σαν να θέλει κανείς να θεραπεύσει τον πονοκέφαλο της μέθης, πίνοντας ξανά αλκοόλ – αφού αφενός μεν οι τράπεζες φοβούνται να δανείσουν σε συνθήκες ύφεσης και υπερχρέωσης («έλλειμμα» φερέγγυων οφειλετών), αφετέρου οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν, οπότε δεν δανείζονται (ενώ τα νοικοκυριά μειώνουν συνεχώς τις δαπάνες και τα δάνεια τους).

Σε κάθε περίπτωση, εάν οι προσπάθειες της Ευρωζώνης περιορισθούν στην επεκτατική νομισματική πολιτική, τα χρέη της το 2020, εάν υπάρχει, θα είναι πολύ υψηλότερα, σε σχέση με τώρα – αφού με τον τρόπο αυτό τα ιδιωτικά χρέη μεταφέρονται στα δημόσια (Ιρλανδία, Ισπανία κλπ.), ή τα δημόσια στα ιδιωτικά (Ελλάδα, Ιταλία), με αποτέλεσμα να αυξάνονται συνεχώς τα συνολικά.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, ίσως οι Η.Π.Α. καταφέρουν να αντιμετωπίσουν την υπερχρέωση μόνο με τη βοήθεια της νομισματικής πολιτικής, εάν πράγματι αναπτύσσονται με ρυθμό 3% – αφού έτσι μειώνεται το χρέος με την αύξηση του παρανομαστή (ΑΕΠ), όταν διατηρείται σταθερός ο αριθμητής (Χρέος).

Η Ευρώπη όμως, η οποία αναπτύσσεται με ρυθμό 0,5%, όπως και η Ιαπωνία, είναι αδύνατον να το επιτύχει – πόσο μάλλον αφού ακόμη και αν ο ρυθμός ανάπτυξης έφτανε στο 1,5% δεν θα λυνόταν το πρόβλημα, επειδή μειώνεται ο αριθμός των εργαζομένων, ενώ αυξάνεται αυτός των συνταξιούχων, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού της (αντίστοιχα η Ιαπωνία).

Επομένως, η Ευρωζώνη έχει στη διάθεση της δύο μόνο λύσεις: αφενός μεν τη διαγραφή χρεών, η οποία είναι εξαιρετικά δύσκολη στην εφαρμογή της, αφετέρου το μονεταρισμό του χρέους – την πληθωριστική μείωση του δηλαδή, με τη βοήθεια της ΕΚΤ. Έχουμε την άποψη δε πως αυτή η μέθοδος θα υιοθετηθεί τελικά – αφού η πρώτη μοιάζει ανέφικτη, ενώ θα προκαλούσε τεράστιες αντιδράσεις εκ μέρους των αγορών.

Αυτό φαίνεται πως πιστεύουν και οι αγορές, κρίνοντας από τη χθεσινή τους αντίδραση στις νέες ανακοινώσεις του προέδρου της ΕΚΤ – όπου εκτοξεύθηκαν στα ύψη οι χρηματιστηριακοί δείκτες, ενώ συνεχίσθηκε εντονότερη η πτώση της ισοτιμίας του ευρώ.

Στα πλαίσια αυτά, έχουμε την άποψη πως η χώρα μας σήμερα θα πρέπει να είναι πάρα πολύ προσεκτική, περιμένοντας την ευρωπαϊκή λύση – η οποία θεωρούμε πως δεν θα αργήσει πλέον, παρά τις αντιδράσεις της Γερμανίας, αφού δεν υπάρχει καμία άλλη, η οποία να εξασφαλίζει στην Ευρωζώνη τη μη διάλυση της. Εάν δεν συμβεί, τότε είναι ίσως προτιμότερη η χρεοκοπία από τον αργό, επώδυνο και σίγουρο θάνατο, καθώς επίσης από τον αφελληνισμό που προετοιμάζεται.

Βασίλης Βιλιάρδος

ΠΗΓΗ    http://www.analyst.gr/2014/11/22/h-eksafanisi-tou-xreous/

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s